φαινομενολογία

φαινομενολογία
Είναι η περιγραφή των φαινομένων, η περιγραφή του τρόπου εμφάνισης του πραγματικού. Από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., ο όρος πήρε συγκεκριμένη φιλοσοφική έννοια: ο Φίχτε, τονίζοντας τη δυναμική δομή του Εγώ, στη Θεωρία της επιστήμης, ονόμασε φ. την ποικίλη εσωτερική εκδήλωση της συνείδησης. Κατά τον Σέλινγκ, το βαθμιαίο ξεπέρασμα των διαφόρων βαθμίδων, στην πνευματική εξέλιξη, διαμορφώνει τις διάφορες «εποχές της συνείδησης». Ο Χέγκελ, στην προσπάθεια αντικειμενικοποίησης του υποκειμενικού πνεύματος, απομακρύνεται από τη σκέψη του Σέλινγκ και τιτλοφορεί Φαινομενολογία του πνεύματος το πρώτο μεγάλο συστηματικό έργο του (1807), όπου οι βαθμίδες των εμπειριών της συνείδησης φαίνονται σαν μια αναγκαία διαδικασία, με την οποία οργανώνεται η ίδια η πραγματικότητα που, ταυτόσημη με τα διαδοχικά στάδια της συνείδησης διαδικασίας, γίνεται –με μια εσωτερική αντίδραση που διαρκώς αναγεννιέται– αυτοσυνείδηση, έπειτα λογική και τελικά πνεύμα. Κυρίως όμως ο όρος φ. συνδέεται, στη νεότερη σκέψη, με τη φιλοσοφία του Χούσερλ και της σχολής του, και δηλώνει μια μέθοδο αποκάθαρσης του φαινομένου από κάθε θεωρητική αλλοίωση, ώστε να παρουσιαστεί όπως είναι, σαν ουσία. Η αναζήτηση όμως αυτής της ουσίας προϋποθέτει απόρριψη τόσο του ψυχολογισμού, που ερμηνεύει το φαινόμενο από την πλευρά του υποκειμένου, όσο και των καντιανών κριτηρίων a priori, που προδιαγράφουν λύσεις με την ένταξη του φαινόμενου σε προκαθορισμένα πλαίσια. Η ακραία φαινομενολογική ανάλυση επιζητεί την κατάλυση της διάκρισης υποκειμένου-αντικειμένου, χωρίς αναγωγή του ενός στο άλλο, αλλά με αναγωγή του στην ουσία του. Η διδασκαλία της φαινομενολογικής σχολής θεωρείται ως από τις πηγές των νεότερων υπαρξιστικών φιλοσοφιών, ιδιαίτερα του Χάιντεγκερ, κατά τον οποίο, η φ. είναι η συνάντηση με κάποιο πράγμα και για το λόγο αυτό η εκδήλωση του όντος.
* * *
η, Ν
1. περιγραφική μελέτη ενός συνόλου φαινομένων έτσι όπως αυτά εκδηλώνονται στον χώρο και στον χρόνο
2. όρος τής εγελιανής φιλοσοφίας που χαρακτηρίζει τη θεώρηση τού Χέγκελ για την εξέλιξη τής ανθρώπινης συνείδησης, νοητής ως μορφής τής αυτοεξέλιξης τού απόλυτου πνεύματος, η οποία υψώνεται από την βαθμίδα τής κατ' αίσθησιν αντίληψης στην απόλυτη γνώση
3. σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα που θεμελίωσε ο Γερμανο-αυστριακός φιλόσοφος Χούσερλ και το οποίο έχει ως κύριο αντικείμενο την άμεση έρευνα και περιγραφή τών φαινομένων ως συνειδητών βιωμάτων, χωρίς θεωρίες για την αιτιώδη ερμηνεία τους και όσο το δυνατόν περισσότερο ελεύθερων από ανεξέταστους προϊδεασμούς και προπαραδοχές, υπογραμμίζοντας την αποβλεπτική δομή τής ανθρώπινης συνείδησης για τα φαινόμενα και εμμένοντας στην διαισθητική θεμελίωση και επαλήθευση τών εννοιών και ειδικά όλων τών a priori αξιωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenomenology < φαινόμενο + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαινομενολογία — η 1. η συστηματική επιστημονική έρευνα των φαινομένων (εξακρίβωση, περιγραφή, μελέτη και αιτιολογία τους). 2. (φιλοσ.), μέθοδος με την οποία φτάνουμε στις απόλυτες έννοιες αναλύοντας τις εμπειρίες μας από τη ζωή και παραβλέποντας την επιστημονική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • φαινομενολογικός — ή, ό, Ν [φαινομενολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαινομενολογία …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Χούσερλ, Έντμουντ — (Husserl, Πρόσνιτς, Μοραβία 1859 – Φράιμπουργκ, Μπάντεν 1938). Γερμανός φιλόσοφος. Με τη φαινομενολογία του τοποθετείται στη θεμελιώδη εκείνη τάση της νεότερης σκέψης, που μετά το τέλος του γερμανικού ιδεαλισμού τείνει να επανεξετάσει και να… …   Dictionary of Greek

  • Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachenfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechischer Sprachenstreit — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”